συντρέχει

συντρέχει
συντρέχω
run together so as to meet
pres ind mp 2nd sg
συντρέχω
run together so as to meet
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. συντελώ, συνεργώ 2. παρέχω βοήθεια, συνδρομή, έρχομαι αρωγός (α. «πρέπει να τόν συντρέξεις σε αυτές τις δύσκολες ώρες» β. «πολλή στ ἀνάγκη τῇδε τοῡτο συντρέχειν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «δεν συντρέχει λόγος» δεν υπάρχει λόγος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • ασύντρεχτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον συνέτρεξαν, ο αβοήθητος 2. αυτός που δεν συντρέχει τους άλλους …   Dictionary of Greek

  • βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”